Kατά τις 8.30, μετά το δείπνο στο «εστιατόριο του βουνού», το εδεσματολόγιο
περιλάμβανε μεταξύ άλλων εξαιρετική σούπα, γυρίσαμε με την Kassi στο διαμέρισμά
μας, ετοιμάσαμε δυο μεγάλες σακούλες με προμήθειες και τα απαραίτητα προφυλακτικά,
κρέμες λίπανσης κ.λπ., αλλάξαμε ρούχα. Εγώ έβαλα την φινλανδικό χιτώνα με μια
ζώνη στη μέση, θύμιζα ελαφρά αρχιερέα των Δρυΐδων, ή, όπως παρατήρησε εύστοχα η Kassi, της
ακολασίας! Η Kassi, κατόπιν προτροπής μου, έβαλε το φαρδύ παντελόνι, χωρίς στρινγκ,
χαμηλά παπούτσια - δεν την άντεχα με ψηλοτάκουνες γόβες - και τα μαλλιά κότσο.
Πήρα μαζί μου ένα μαρκαδόρο σώματος να σημειώσω τις τρύπες σε περίπτωση που οι
άλλοι δεν μπορούσαν να τις βρουν. Βέβαια, δυο μεγάλα μπουκάλια σλιβοβίτσα, το
εθνικό ποτό της Κροατίας.
Το 223 ήταν ακριβώς στο επόμενο δρομάκι στο ισόγειο - στον πάνω όροφο το 224 ευτυχώς ήταν άδειο. Δεν είδαμε φώτα, και αναρωτηθήκαμε τι συμβαίνει; Η Πίροσκα άνοιξε την πόρτα και μάς υποδέχθηκε με το γνωστό χαιρετισμό των ηδονιστών στο κατάλληλα διακοσμημένο διαμέρισμά της με δεκάδες μικρά και μεγάλα κεριά αναμμένα, στρώματα σκορπισμένα στο πάτωμα, τη «μουνότρυπα» ακριβώς στη μέση του καθιστικού, διπλωμένες λευκές πετσέτες σώματος στις καρέκλες.
Αφήσαμε τις σακούλες και γδυθήκαμε εντελώς. «Μίκι, τι ωραίο φόρεμα που φοράς;» «Δεν είναι φόρεμα, είναι η στολή του αρχιερέα της ακολασίας», της απαντώ. «Να δω από μέσα τι έχει;» «Έχεις δέσει φιόγκο το καυλί σου;» «Ναι, η Kassi ετοίμασε εορταστικό διάκοσμο!» Η Kassi γελούσε. «Ο Μίκι 2 είναι εξίσου πολύτιμος με το Μίκι 1!» Η Πίροσκα φορούσε ψηλοτάκουνες μαύρες γόβες και αλυσιδίτσα στη μέση. Ήταν ερεθιστική, κατάμαυρη από τον ήλιο, έτομη για γλείψιμο και ξέσκισμα. Ο Γιάνος με το Φράνιο, επίσης γυμνοί, με μπότες. «Ρε παιδιά, πορνοταινία θα γυρίσουμε;» «Τι θέλετε τις μπότες και τις γοβες;» Τέλος πάντων, η Σάντρα, επίσης ολόγυμνη και καυλωτική, έβαφε κίτρινα τα νύχια των ποδιών της. «Σάντρα, πώς θα πιπιλίσουμε τα δάχτυλά σου με τόσο χρώμα;» «Τα βάφω κίτρινα, το χρώμα της ακολασίας!»
Εκείνη τη στιγμή κτύπησε το κουδούνι και εμφανίστηκαν οι δυο αιθέριες υπάρξεις, η Ιρένε με την Πέτρα με κόκκινες γόβες, κοντές φούστες, χωρίς στρινγκ και κοσμήματα στα χέρια. «Για κάντε επίκυψη να επιθεωρήσουμε τα μουνιά σας». Έσκυψαν και πήραμε μάτι τα φρεσκοξυρισμένα και μυρωδάτα μουνιά τους. «Ξυριστήκαμε ειδικά για την περίσταση». «Φέραμε και ειδική κρέμα σώματος να διευκολύνουμε το πήδημα!»
Όπως είχα υποσχεθεί στην παρέα, θα ετοίμαζα μουνομακαρανόδα Νο 10. Έβαλα το ελαφρά αλατισμένο νερό στην κατσαρόλα, άνοιξα το γκάζι και φόρεσα για κάθε ενδεχόμενο μια σεξοποδιά που βρήκα εύκαιρη. Τα κωλομάγουλά μου ήταν σε κοινή θέα. Δεχόμουν τσιμπήματα από την αγριεμένη Πίροσκα που συνέχεια μού έλεγε ότι είχε 5 ώρες να ξεσκιστεί. «Kassi, έλα δίπλα μου γιατί αυτή θα με γαμήσει!» H «βασίλισσα της καρδιάς μου» είχε καλύτερη ιδέα. Με άλειψε με τη φυτική κρέμα και άρχισε το γλείψιμο. Το είδαν οι άλλοι και επανέλαβαν τη σκηνή: ξάπλωσαν τις γυναίκες στα στρώματα, αυτές άνοιξαν τα ροδοπέταλά τους, έβαλαν κρέμα και τις έφαγαν κυριολεκτικά. Αυτό είναι το επιδόρπιο. «Μετά θα βάλουμε μακαρόνια στα μουνιά και τα βυζιά σας…»
Έριχνα ματιές στα στρώματα – η συνήθεια των ηδονιστών που συνδυάζουν πράξη με παρατήρηση ταυτόχρονα- είχαν ξαπλώσει πάνω τους, συζητούσαν και δαχτυλώνονταν περιμένοντας το φαγητό. δυστυχώς το γκάζι, σύνηθες φαινόμενο στη «Monsena», δεν είχε δύναμη, άρα το φαγητό αργούσε. Η Kassi σαν καλή νοικοκυρά, έστρωσε το τραπέζι, έκοψε σαλάτα, σέρβιρε το τριμμένο τυρί, αλλά συγχρόνως με έγλειφε. «Δεν ξέρω αν μετά θα προλάβω να σε απολαύσω». «Σε κοιτούν σαν ξερολούκουμο οι μικρές». Η Πέτρα είχε ανοίξει τα ροδοπέταλά της και δαχτυλωνόταν. Κολάστηκα, δεν μπορούσα να συγκεντρωθώ. Τη φώναξα δίπλα μου. «Βλέπω ότι δεν κρατιέσαι με τίποτα». «Με τρώει το μουνί μου, θέλει καυλί!» Της έβαλα το δάχτυλο μέσα και αναστέναξε. Το είδει η Ιρένε και έτρεξε κι αυτή. «Μίκι, δαχτύλωσέ με, έχω ανάγκη να με γαμήσουν με το χέρι!» Την ανέβασα στον πάγκο της κουζίνας και την έγλειψα άγρια, ενώ ανακάτευα τα μακαρόνια. «Κορίτσια, προσοχή να μην τελειώσετε στην κατσαρόλα!» Από πίσω η Πίροσκα μού έτριβε τα αρχίδια. Η Kassi είχε σκύψει και με χάιδευε. «Σου είπα νάσαι κοντά μου». «Αυτές θα με ξεσκίσουν». «Δεν έχεις ανάγκη». «Ξέσκισέ τις και εσύ». Η Σάντρα πηδιόταν με τους δυο άνδρες στο στρώμα.
«Ανάψτε κανένα φως, δεν βλέπω τη μύτη μου». «Που είναι το τρυπητό;» «Δεν έχουμε». «Πώς θα στραγγίξω τα ζυμαρικά;» Άδειασα το νερό στο νεροχύτη με την Πέτρα να στέκεται πάνω από την κατσαρόλα με ανοιχτά τα πόδια της και τα έριξα ξανά με βούτυρο στην κατσαρόλα. Καθίσαμε να φάμε, πασαλειμμένοι με σάλτσα, τυρί, χύσια, μουνουγρά. Τα κορίτσια στοιχημάτιζαν αν θα τελειώναμε στα μακαρόνια. Μάς τον έπαιξαν και τελειώσαμε στα πιάτα τους. μετά ανακάτεψαν το σπέρμα με τη σάλτσα και το τυρί και το έφαγαν. Οι μικρές είχαν τρελαθεί από τη χαρά τους. «Πρώτη φορά τρώμε μακαρόνια με χύσια!» Σερβίραμε τη σλιβοβίτσα. «Θα πιείτε από πάνω μας!» Όλες ξάπλωσαν στα στρώματα, τις περιχύσαμε με σλιβοβίτσα και τις ρουφήξαμε. Και να σκεφθεί κανείς ότι το πάρτι της ακολασίας μόλις είχε αρχίσει. Η Kassi συνέχεια κολλημένη δίπλα μου, σαν το θηλυκό κοάλα με το παιδί του. Μού είχε ρίξει σλιβοβίτσα στην πλάτη και με έγλειφε.
Το 223 ήταν ακριβώς στο επόμενο δρομάκι στο ισόγειο - στον πάνω όροφο το 224 ευτυχώς ήταν άδειο. Δεν είδαμε φώτα, και αναρωτηθήκαμε τι συμβαίνει; Η Πίροσκα άνοιξε την πόρτα και μάς υποδέχθηκε με το γνωστό χαιρετισμό των ηδονιστών στο κατάλληλα διακοσμημένο διαμέρισμά της με δεκάδες μικρά και μεγάλα κεριά αναμμένα, στρώματα σκορπισμένα στο πάτωμα, τη «μουνότρυπα» ακριβώς στη μέση του καθιστικού, διπλωμένες λευκές πετσέτες σώματος στις καρέκλες.
Αφήσαμε τις σακούλες και γδυθήκαμε εντελώς. «Μίκι, τι ωραίο φόρεμα που φοράς;» «Δεν είναι φόρεμα, είναι η στολή του αρχιερέα της ακολασίας», της απαντώ. «Να δω από μέσα τι έχει;» «Έχεις δέσει φιόγκο το καυλί σου;» «Ναι, η Kassi ετοίμασε εορταστικό διάκοσμο!» Η Kassi γελούσε. «Ο Μίκι 2 είναι εξίσου πολύτιμος με το Μίκι 1!» Η Πίροσκα φορούσε ψηλοτάκουνες μαύρες γόβες και αλυσιδίτσα στη μέση. Ήταν ερεθιστική, κατάμαυρη από τον ήλιο, έτομη για γλείψιμο και ξέσκισμα. Ο Γιάνος με το Φράνιο, επίσης γυμνοί, με μπότες. «Ρε παιδιά, πορνοταινία θα γυρίσουμε;» «Τι θέλετε τις μπότες και τις γοβες;» Τέλος πάντων, η Σάντρα, επίσης ολόγυμνη και καυλωτική, έβαφε κίτρινα τα νύχια των ποδιών της. «Σάντρα, πώς θα πιπιλίσουμε τα δάχτυλά σου με τόσο χρώμα;» «Τα βάφω κίτρινα, το χρώμα της ακολασίας!»
Εκείνη τη στιγμή κτύπησε το κουδούνι και εμφανίστηκαν οι δυο αιθέριες υπάρξεις, η Ιρένε με την Πέτρα με κόκκινες γόβες, κοντές φούστες, χωρίς στρινγκ και κοσμήματα στα χέρια. «Για κάντε επίκυψη να επιθεωρήσουμε τα μουνιά σας». Έσκυψαν και πήραμε μάτι τα φρεσκοξυρισμένα και μυρωδάτα μουνιά τους. «Ξυριστήκαμε ειδικά για την περίσταση». «Φέραμε και ειδική κρέμα σώματος να διευκολύνουμε το πήδημα!»
Όπως είχα υποσχεθεί στην παρέα, θα ετοίμαζα μουνομακαρανόδα Νο 10. Έβαλα το ελαφρά αλατισμένο νερό στην κατσαρόλα, άνοιξα το γκάζι και φόρεσα για κάθε ενδεχόμενο μια σεξοποδιά που βρήκα εύκαιρη. Τα κωλομάγουλά μου ήταν σε κοινή θέα. Δεχόμουν τσιμπήματα από την αγριεμένη Πίροσκα που συνέχεια μού έλεγε ότι είχε 5 ώρες να ξεσκιστεί. «Kassi, έλα δίπλα μου γιατί αυτή θα με γαμήσει!» H «βασίλισσα της καρδιάς μου» είχε καλύτερη ιδέα. Με άλειψε με τη φυτική κρέμα και άρχισε το γλείψιμο. Το είδαν οι άλλοι και επανέλαβαν τη σκηνή: ξάπλωσαν τις γυναίκες στα στρώματα, αυτές άνοιξαν τα ροδοπέταλά τους, έβαλαν κρέμα και τις έφαγαν κυριολεκτικά. Αυτό είναι το επιδόρπιο. «Μετά θα βάλουμε μακαρόνια στα μουνιά και τα βυζιά σας…»
Έριχνα ματιές στα στρώματα – η συνήθεια των ηδονιστών που συνδυάζουν πράξη με παρατήρηση ταυτόχρονα- είχαν ξαπλώσει πάνω τους, συζητούσαν και δαχτυλώνονταν περιμένοντας το φαγητό. δυστυχώς το γκάζι, σύνηθες φαινόμενο στη «Monsena», δεν είχε δύναμη, άρα το φαγητό αργούσε. Η Kassi σαν καλή νοικοκυρά, έστρωσε το τραπέζι, έκοψε σαλάτα, σέρβιρε το τριμμένο τυρί, αλλά συγχρόνως με έγλειφε. «Δεν ξέρω αν μετά θα προλάβω να σε απολαύσω». «Σε κοιτούν σαν ξερολούκουμο οι μικρές». Η Πέτρα είχε ανοίξει τα ροδοπέταλά της και δαχτυλωνόταν. Κολάστηκα, δεν μπορούσα να συγκεντρωθώ. Τη φώναξα δίπλα μου. «Βλέπω ότι δεν κρατιέσαι με τίποτα». «Με τρώει το μουνί μου, θέλει καυλί!» Της έβαλα το δάχτυλο μέσα και αναστέναξε. Το είδει η Ιρένε και έτρεξε κι αυτή. «Μίκι, δαχτύλωσέ με, έχω ανάγκη να με γαμήσουν με το χέρι!» Την ανέβασα στον πάγκο της κουζίνας και την έγλειψα άγρια, ενώ ανακάτευα τα μακαρόνια. «Κορίτσια, προσοχή να μην τελειώσετε στην κατσαρόλα!» Από πίσω η Πίροσκα μού έτριβε τα αρχίδια. Η Kassi είχε σκύψει και με χάιδευε. «Σου είπα νάσαι κοντά μου». «Αυτές θα με ξεσκίσουν». «Δεν έχεις ανάγκη». «Ξέσκισέ τις και εσύ». Η Σάντρα πηδιόταν με τους δυο άνδρες στο στρώμα.
«Ανάψτε κανένα φως, δεν βλέπω τη μύτη μου». «Που είναι το τρυπητό;» «Δεν έχουμε». «Πώς θα στραγγίξω τα ζυμαρικά;» Άδειασα το νερό στο νεροχύτη με την Πέτρα να στέκεται πάνω από την κατσαρόλα με ανοιχτά τα πόδια της και τα έριξα ξανά με βούτυρο στην κατσαρόλα. Καθίσαμε να φάμε, πασαλειμμένοι με σάλτσα, τυρί, χύσια, μουνουγρά. Τα κορίτσια στοιχημάτιζαν αν θα τελειώναμε στα μακαρόνια. Μάς τον έπαιξαν και τελειώσαμε στα πιάτα τους. μετά ανακάτεψαν το σπέρμα με τη σάλτσα και το τυρί και το έφαγαν. Οι μικρές είχαν τρελαθεί από τη χαρά τους. «Πρώτη φορά τρώμε μακαρόνια με χύσια!» Σερβίραμε τη σλιβοβίτσα. «Θα πιείτε από πάνω μας!» Όλες ξάπλωσαν στα στρώματα, τις περιχύσαμε με σλιβοβίτσα και τις ρουφήξαμε. Και να σκεφθεί κανείς ότι το πάρτι της ακολασίας μόλις είχε αρχίσει. Η Kassi συνέχεια κολλημένη δίπλα μου, σαν το θηλυκό κοάλα με το παιδί του. Μού είχε ρίξει σλιβοβίτσα στην πλάτη και με έγλειφε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου